εὐ-ήνωρ

εὐ-ήνωρ

εὐ-ήνωρ, ορος (ἀνήρ), gut für den Mann, mannhaft; χαλκός Od. 13, 19 (71, L. τὸν ἄνδρα εὖ τιϑείς); οἶνος 4, 622, dem Manne zuträglich, od. ihn kräftigend (VLL, L. ὁ ἀνδρείαν ποιῶν); γάμων εὐήνωρ ϑεσμός Orph. Arg. 882, den Mann zierend; Hesych. erkl. εὐήνορα, ἀγαϑά, λαμπρά. – Bei Pind. in dor. Form εὐάνωρ, mit guten, starken Männern, reich an guten Männern, wie εὔανδρος, Ἀρκαδία, Πέλοπος ἀποικία, Ol. 5, 80. 1, 24, λαός, Ἀχαρναί, N. 10, 36. 2, 17; so nennt Tryphiod. 468 das trojanische Pferd εὐήνωρ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λειχήνωρ — λειχήνωρ, ορος, ὁ (Α) (κωμική ονομασία ποντικού) αυτός που γλείφει τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειχ τού λείχω + ήνωρ (< ἀνήρ. Οι τ. σε ήνωρ, άνωρ εμφανίζουν την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τού θέματος), πρβλ. αγαπ ήνωρ, δεισ ήνωρ. Το η… …   Dictionary of Greek

  • φθισήνωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που αφανίζει, που φονεύει τους άνδρες 2. καταστρεπτικός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. δεισ ήνωρ, λυσ ήνωρ. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισ ήνωρ,… …   Dictionary of Greek

  • ευήνωρ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος από την Έφεσο (μέσα 5ου αι. π.Χ.). Πατέρας και δάσκαλος του Παρράσιου. Ο Πλίνιος τον κατατάσσει ανάμεσα στους σπουδαιότερους της εποχής του. 2. Ε. ο Ευηπίου (αρχές 3ου αι. π.Χ.). Γιατρός. Καταγόταν από το… …   Dictionary of Greek

  • θρεψήνωρ — θρεψήνωρ, ὁ, ἡ (Α) αυτός που τρέφει τους άνδρες («θρεψήνορα δαῑτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω (πρβλ. θρέψω, έθρεψα) + ήνωρ < ανήρ (πρβλ. αγαπ ήνωρ, αγ ήνωρ)] …   Dictionary of Greek

  • λυσήνωρ — λυσήνωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) (για τον οίνο) αυτός που εξασθενεί τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυσ (πρβλ. ἔ λυσ α, αόρ. τού λύω) + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. αγαπ ήνωρ, αλεξ ήνωρ. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλήνωρ — μεγαλήνωρ, ορος, δωρ. τ. μεγαλάνωρ, ὁ, ἡ (Α) 1. μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος, γενναιόψυχος 2. υπερήφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ήνωρ (< ἀνήρ), προ βλ. ευ ήνωρ. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • ολεσήνωρ — ὀλεσήνωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) (σχετικά με ψευδορκία) αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους άντρες («φεύγειν ὀλεσήνορας ὅρκους», Θέογν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσ τού ὄλλυμι (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ρηξήνωρ — ορος, ό, Α 1. αυτός που έχει την ικανότητα να διασπά τις τάξεις τών εχθρικών στρατευμάτων 2. (κατ επέκτ.) ορμητικός 3. (στον Όμ. ως προσωνυμία τού Αχιλλέως) γενναίος, ανδρείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι (βλ. λ. ῥήγνυμι) + ήνωρ (< ἀνήρ) με έκταση λόγω …   Dictionary of Greek

  • υπερήνωρ — και δωρ. τ. ὑπεράνωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α 1. ὑπερηνορέων* 2. (για ψυχικές ιδιότητες) αυτός που ενέχει ή δηλώνει ανδρεία, υψηλοφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ήνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. ἀντ ήνωρ] …   Dictionary of Greek

  • υψήνωρ — ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ μτφ. αυτός που εμψυχώνει τους άνδρες, που τούς ανυψώνει το ηθικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. μεγαλ ήνωρ] …   Dictionary of Greek

  • φιλάνωρ — και επικ. τ. φιλήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α (δωρ. τ.) 1. φίλανδρος·2. (για δελφίνι) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + άνωρ / ήνωρ (< ἀνήρ, βλ. λ. άνδρας), πρβλ. ἀγαπ ήνωρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”