εὐαῖ

εὐαῖ

εὐαῖ, oder εὐαί, Jubelruf, juchhe! Ar. Lys. 1294.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευαί — εὐαί και εὐαῑ (Α) επιφώνημα χαράς τών ακολούθων τού Βάκχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ευοί] …   Dictionary of Greek

  • εὔαι — εὔᾱͅ , εὔας ovatio masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευοί — εὐοῑ και εὐοὶ και εὐαὶ και εὐαί και εὖα και εὐάν (Α) επιφώνημα διονυσιακού ενθουσιασμού και χαράς τών ακολούθων τού Βάκχου («αἴρεσθ ἄνω, ἰαί, ὡς ἐπὶ νίκῃ, ἰαί. Εὐοῑ, εὐοῑ, εὐαῑ, εὐαῑ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονοματοποιημένες… …   Dictionary of Greek

  • ευάς — εὐάς, άδος, ἡ (Α) [ευαί] 1. (για βακχίδα, μαινάδα) αυτή που φωνάζει ευαί, η βακχίδα, η μαινάδα («εὐάδα κούρην», ορφ. ύμν.) 2. ως επίθ. η βακχική («εὐάδι φωνῇ... γεραίρων», Νόνν.) …   Dictionary of Greek

  • ευάζω — εὐάζω και εὐιάζω (Α) κραυγάζω, βοώ «εὐαί» προς τιμήν τού Βάκχου και το μέσ. εὐάζομαι με την ίδια ενεργ. διάθ. («Βάκχιον εὐαζομένα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από το επιφώνημα τών διονυσιακών τελετουργιών εύα + κατάλ. άζω. Κοινής προελεύσεως και… …   Dictionary of Greek

  • ευάν — Επιφώνημα ενθουσιασμού, το οποίο φώναζαν κυρίως στις γιορτές του Βάκχου με το ευοί (ευοί, ε.). * * * εὐάν (Α) ενθουσιαστικό επιφώνημα τών ακολούθων τού Βάκχου, όπως τα εὐαί*, εὐοί*, με τα οποία συνήθως συνεκφέρεται («πάλλε πόδ αἰθέριον, ἄνεχε… …   Dictionary of Greek

  • ευέν — εὐἕν (Α) επιφώνημα όπως το ευαί …   Dictionary of Greek

  • ευασμός — εὐασμός, ὁ (Α) [ευάζω] η κραυγή ευαί, κραυγή ενθουσιασμού και ευθυμίας (για τα Ελευσίνια Μυστήρια) («φερούσας δὲ τὰ μέρη περὶ τὸ ἱερὸν μετ εὐασμοῡ», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • ευαστής — εὐαστής, οῡ και εὐάστης, ου, ὁ (Α) [ευάζω] 1. αυτός που κράζει ευαί, που βακχεύει 2. φρ. α) «εὐαστὴς θεός» ο Βάκχος β) «εὐαστὴς θρίαμβος» ο μικρός θρίαμβος, ο εύας* …   Dictionary of Greek

  • εύα — I Βιβλικό πρόσωπο. Το όνομα της πρώτης γυναίκας και μητέρα ολόκληρου του ανθρώπινου γένους, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη (Γεν. γ’, 20). Ο Αδάμ, όταν πλάστηκε από τον Θεό και εγκαταστάθηκε στον επίγειο παράδεισο, ήταν μόνος. Βλέποντας ο θεός ότι… …   Dictionary of Greek

  • εύιος — εὔιος, ὁ (Α) 1. επίθ. τού Βάκχου από την κραυγή ευοί, ευαί («οἰνῶπα Βάκχον εὔιον», Σοφ.) 2. ως κύριο όν. Εὔιος Βάκχος 3. ως επίθ. εὔιος, ον βακχικός («τελετὰς προτείνων εὐίους νεανίσιν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”