εὐ-νώμας

εὐ-νώμας

εὐ-νώμας, , s. εὐνόμας.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νωμᾷς — νωμάω deal out pres subj act 2nd sg νωμάω deal out pres ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππονώμας — ἱππονώμας, ὁ (Α) αυτός που οδηγεί ή συντηρεί ίππους («βοτῆρας ἱππονώμας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + νώμας (< νωμῶ «κινώ, διευθετώ», μεταρρηματικό παρ. που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα νωμ τού θ.νεμ τού ρ. νέμω), πρβλ. ευ… …   Dictionary of Greek

  • νωμώ — νωμῶ, άω (Α) 1. (σχετικά με τροφή και ποτό κατά τις εορτές) διανέμω, μοιράζω 2. (σχετικά με ποτό) γεμίζω με τη σειρά («ἀργυρέοισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῑδ », Πίνδ.) 3. κινώ και διευθύνω κάτι κατά βούληση (α. «ἀεὶ γὰρ πόδα νηὸς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”