ευθυμήκης — εὐθυμήκης, ες (Α) μακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + μηκης < μήκος (πρβλ. επι μήκης, ισο μήκης)] … Dictionary of Greek
ευμήκης — ες (ΑΜ εὐμήκης, ες, Α δωρ. τ. εὐμάκης) 1. (για άνθρωπο) ψηλός, αυτός που έχει υψηλό ανάστημα («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.) 2. ο εκτεταμένος κατά μήκος, ο μακρός, ο επιμήκης («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῑσε τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον … Dictionary of Greek
ηερομήκης — ἠερομήκης, ες (Α) (επικ. τ. τού αερομήκης) ψηλός μέχρι τον ουρανό, θεόρατος, ουρανομήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο ιων. τ. τού αερο (< αηρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + μήκης (< μήκος), πρβλ. επι μήκης, ισο μήκης] … Dictionary of Greek
θαμνομήκης — θαμνομήκης, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μήκος θάμνου («θαμνομήκης ράβδος»)· [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + μήκης (< μήκος) πρβλ. ετερο μήκης, ουρανο μήκης] … Dictionary of Greek
ιδιομήκης — ἰδιομήκης, ες (Α) αυτός που έχει τις διαστάσεις του ίσες («ιδιομήκης αριθμός» ο αριθμός που είναι τέλειο τετράγωνο ενός ακέραιου αριθμού). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + μήκης (< μήκος), πρβλ. επι μήκης, ισο μήκης] … Dictionary of Greek
ισομήκης — όμηκες (Α ἰσομήκης, όμηκες) ίσος με άλλον κατά το μήκος («ἰσομήκης πως τῇ Ἀττικῇ», Στράβ.) αρχ. (για αριθμούς) αυτός που έχει τον ίδιο συντελεστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + μήκης (< μῆκος), πρβλ. ιδιο μήκης, στενο μήκης] … Dictionary of Greek
καταμήκης — καταμήκης, ες (Α) πολύ μακρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μήκης (< μῆκος), πρβλ. επι μήκης, προ μήκης] … Dictionary of Greek
υπερμήκης — ὑπέρμηκες, και δωρ. τ. ὑπερμάκης, ὑπέρμακες, Α 1. αυτός που έχει υπερβολικό μήκος, ο εξαιρετικά μακρός 2. (για βουνό) πάρα πολύ ψηλός 3. (για ήχο ή βοή) αυτός που φτάνει σε μεγάλη απόσταση, πολύ ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μήκης (< μῆκος) … Dictionary of Greek
ετερομήκης — όμηκες (Α ἑτερομήκης, όμηκες) αυτός που δεν έχει ίσο μήκος σε όλες τις διαστάσεις του, ο ανισομήκης, ο ανισόπλευρος («ετερόμηκες τετράπλευρο» ορθογώνιο, όχι όμως τετράγωνο) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ετερομήκης (ενν. αριθμός) ο αριθμός, γινόμενο… … Dictionary of Greek
νεφομήκης — νεφομήκης, ες (Α) αυτός που φτάνει ώς τα σύννεφα, τού οποίου το ύψος φτάνει στα σύννεφα («νεφομήκεις πύργοι», Καισάρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + μήκης (< μῆκος), πρβλ. ουρανο μήκης] … Dictionary of Greek
ορεομήκης — ὀρεομήκης, ες (Α) αυτός που έχει ύψος βουνού, ο ψηλός σαν βουνό («ὀρεομήκεις χιόνες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεο (βλ. λ. όρος [II]) + μήκης (< μῆκος), πρβλ. ουρανο μήκης] … Dictionary of Greek