- εὐνήτειρα
εὐνήτειρα, ἡ, = εὐνάτειρα, Aesch. Pers. 153; νὺξ εὐν. ἔργων Ap. Rh. 4, 1058.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐνήτειρα, ἡ, = εὐνάτειρα, Aesch. Pers. 153; νὺξ εὐν. ἔργων Ap. Rh. 4, 1058.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευνητήρ — εὐνητήρ, ὁ, δωρ. τ. εὐνατήρ, θηλ. εὐνάτειρα (Α) [ευνώ] 1. σύνευνος, σύζυγος («εὐνάτειρα Διὸς λεχέων», Αισχύλ.) 2. μτφ. φρ. α) «εὐνήτειρα νὺξ ἔργων» η νύκτα που σταματάει τις εργασίες, (Απολλ. Ρόδ.) β) «χιτὼν εὐνητήρ» νυχτερινό πουκάμισο … Dictionary of Greek