- εὐνήτρια
εὐνήτρια, ἡ, Lagergenossinn, Soph. Tr. 918.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐνήτρια, ἡ, Lagergenossinn, Soph. Tr. 918.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευνήτης — εὐνήτης, ὁ, δωρ. τ. εὐνάτας, θηλ. εὐνήτρια (Α) [ευνώ] ευνητήρ, σύνευνος, σύζυγος … Dictionary of Greek