- εὐνᾱτήρ
εὐνᾱτήρ, ῆρος, ὁ, Lagergenosse, Ehegatte, Aesch. Pers. 134.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐνᾱτήρ, ῆρος, ὁ, Lagergenosse, Ehegatte, Aesch. Pers. 134.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευνατήρ — εὐνατήρ, ὁ, θηλ. εὐνάτειρα (Α) δωρ. τ. τού ευνητήρ* … Dictionary of Greek
εὐνατῆρ' — εὐνᾱτῆρα , εὐνητήρ a bedfellow masc acc sg (doric) εὐνᾱτῆρι , εὐνητήρ a bedfellow masc dat sg (doric) εὐνᾱτῆρε , εὐνητήρ a bedfellow masc nom/voc/acc dual (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Lathe biosas — Lambda Inhaltsverzeichnis 1 Λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου … Deutsch Wikipedia
Lemnischer Frevel — Lambda Inhaltsverzeichnis 1 Λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Lambda — Lambda Inhaltsverzeichnis 1 … Deutsch Wikipedia
ευνητήρ — εὐνητήρ, ὁ, δωρ. τ. εὐνατήρ, θηλ. εὐνάτειρα (Α) [ευνώ] 1. σύνευνος, σύζυγος («εὐνάτειρα Διὸς λεχέων», Αισχύλ.) 2. μτφ. φρ. α) «εὐνήτειρα νὺξ ἔργων» η νύκτα που σταματάει τις εργασίες, (Απολλ. Ρόδ.) β) «χιτὼν εὐνητήρ» νυχτερινό πουκάμισο … Dictionary of Greek