εὐνᾱτωρ, ορος, ὁ, dasselbe, Eur. Ion 913, wie Aesch. Suppl. 657.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευνάτωρ — εὐνάτωρ, ὁ (Α) δωρ. τ. τού ευνήτωρ* … Dictionary of Greek
εὐνάτωρ — εὐνά̱τωρ , εὐνήτωρ masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνήτωρ — εὐνήτωρ, ὁ, δωρ. τ. εὐνάτωρ (Α) [ευνώ] ευνητήρ, σύνευνος, σύζυγος … Dictionary of Greek