- εὐ-έμ-φρακτος
εὐ-έμ-φρακτος, leicht zu verstopfen, Gal.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-έμ-φρακτος, leicht zu verstopfen, Gal.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρακτός — fenced masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρακτός — ή, ό / φρακτός, ή, όν, ΝΜΑ, και φραχτός Ν, και κατά τον Ησύχ. φαρκτός Α νεοελλ. 1. κλεισμένος με φράγμα, περιφραγμένος 2. αυτός που μπορεί να περιφραχθεί 3. το θηλ. ως ουσ. βλ. φρακτή 4. το ουδ. ως ουσ. το φρακτό περιφραγμένο κτήμα μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
φρακτά — φρακτός fenced neut nom/voc/acc pl φρακτά̱ , φρακτός fenced fem nom/voc/acc dual φρακτά̱ , φρακτός fenced fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρακτόν — φρακτός fenced masc acc sg φρακτός fenced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρακταῖς — φρακτός fenced fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρακτοί — φρακτός fenced masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρακτούς — φρακτός fenced masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρακτῆς — φρακτός fenced fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρακτήν — φρακτός fenced fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημίφρακτος — ἡμίφρακτος, ον (Α) ο φραγμένος κατά το ήμισυ, μισοφραγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φρακτός (< φρακτός < φράσσω), πρβλ. ά φρακτος, περί φρακτος] … Dictionary of Greek
πρόφρακτος — ον, Α (για οστρακόδερμο) αυτός που έχει μπροστά φράγμα, που είναι φραγμένος με μεμβράνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φρακτος (< φρακτός < φράσσω), πρβλ. κατά φρακτος] … Dictionary of Greek