εὐ-άντυξ

εὐ-άντυξ

εὐ-άντυξ, υγος, mit einer schönen ἄντυξ, nach Suid. = εὐάξων. Bei Paul. Sil. descr. Soph. 254 κορυφὴ νηοῦ, schön gewölbt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἄντυξ — edge fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άντυξ — η (Α ἄντυξ, υγος) (Τεχνολ. Τοπογρ.) αρχ. 1. η περιφέρεια ή το χείλος κάθε πράγματος με κυκλικό ή καμπυλωτό σχῆμα 2. κύκλος μεταλλικός που περιέβαλλε την ασπίδα 3. ο γύρος του δίφρου που χρησίμευε για στήριγμα ή λαβή ή για την εξάρτηση των ηνίων 4 …   Dictionary of Greek

  • ἀντύγων — ἄντυξ edge fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄντυγα — ἄντυξ edge fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄντυγας — ἄντυξ edge fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄντυγες — ἄντυξ edge fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄντυγι — ἄντυξ edge fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄντυγος — ἄντυξ edge fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄντυξι — ἄντυξ edge fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄντυξιν — ἄντυξ edge fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανάντυξ — κυανάντυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει κυανό θόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἄντυξ, υγος «θόλος» (πρβλ. ευ άντυξ, λευκ άντυξ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”