- εὐάστειρα
εὐάστειρα, ἡ, fem. zu εὐαστήρ, νύμφαι, ϑεαί, Orph. H. 50. 68.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐάστειρα, ἡ, fem. zu εὐαστήρ, νύμφαι, ϑεαί, Orph. H. 50. 68.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευάστειρα — εὐάστειρα, ἡ (Α) [ευαστήρ] θηλ. τού ευαστήρ* … Dictionary of Greek
εὐάστειραι — εὐάστειρα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)