- εὐ-θνήσιμος
εὐ-θνήσιμος, leicht sterbend, αἱμάτων εὐϑνησί. μων ἀποῤῥυέντων, da das Blut im leichten Tode ausströmte, Aesch. Ag. 1266.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-θνήσιμος, leicht sterbend, αἱμάτων εὐϑνησί. μων ἀποῤῥυέντων, da das Blut im leichten Tode ausströmte, Aesch. Ag. 1266.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θνήσιμος — θνήσιμος, ον (Α) [θνήσκω] θανάσιμος* … Dictionary of Greek
ευθνήσιμος — εὐθνήσιμος, ον (Α) αυτός που πεθαίνει με εύκολο θάνατο, ο ευθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θνήσιμος < θνῄσκω] … Dictionary of Greek
θνησιμαίος — α, ο (ΑΜ θνησιμαῑος, αία, ον) νεκρός, ψόφιος («θνησιμαία κρέατα» κρέατα από ζώα που έχουν ψοφήσει) νεοελλ. ετοιμοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσιμος + επίθημα αίος* (πρβλ. αυλ αίος, θαλαμ αίος)] … Dictionary of Greek