εὐ-θάλασσος

εὐ-θάλασσος

εὐ-θάλασσος, gut am Meere gelegen, Philostr.; bei Soph. O. C. 715 wird δῶρον εὐϑ. auf die ϑάλασσα Ἐρεχϑηΐς in der Akropolis bezogen, welche Poseidon den Athenern schenkte (vgl. Her. 8, 55 Apolld. 3, 14), mit Anspielung auf die Schifffahrt, Schol. ὅτι ναυτικοί εἰσιν οἱ Ἀϑ. – Bei Alciphr. 2, 4 = der das Fahren zur See gut vertragen kann.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • τριθάλασσος — η, ο / τριθάλασσος, ον, ΝΑ, και αττ. τ. τριθάλαττος, ον, Α (για τόπο) αυτός που περιβρέχεται από τρεις θάλασσες («τριθάλαττος ἡ Βοιωτία», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + θάλασσος (< θάλασσα), πρβλ. ὑπερ θάλασσος] …   Dictionary of Greek

  • υπερθάλασσος — ον, Α ὑπερθαλασσίδιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + θάλασσος (< θάλασσα), πρβλ. αμφι θάλασσος] …   Dictionary of Greek

  • φιλοθάλασσος — και φιλοθάλαττος, ον, Α αυτός που αγαπά πολύ τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θάλασσος (< θάλασσα), πρβλ. ἐμπειρο θάλασσος] …   Dictionary of Greek

  • κακοθάλασσος — η, ο (για πλοία) αυτός που κλυδωνίζεται εύκολα στη θάλασσα («κακοθάλασσο καράβι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θάλασσα (πρβλ. καλο θαλασσος)] …   Dictionary of Greek

  • μιξοθάλασσος — μιξοθάλασσος, ον (Α) αυτός που έχει σχέση με τη θάλασσα, δηλαδή ο ναύτης και ο ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + θάλασσος (< θάλασσα)] …   Dictionary of Greek

  • πλατυθάλασσος — ον, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που έχει πλατιά θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + θάλασσος (< θάλασσα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”