εὐ-ολίσθητος

εὐ-ολίσθητος

εὐ-ολίσθητος, = Folgdm, καὶ εὐανάτρεπτος, Iambl.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευολίσθητος — εὐολίσθητος, ον (Α) αυτός που γλιστράει εύκολα, ο ασταθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ολισθητος (< ολισθάνω)] …   Dictionary of Greek

  • ολισθητικός — ή, ό (Α ὀλισθητικός, ή, όν) αυτός που κάνει κάτι ολισθηρό νεοελλ. γλιστερός, ολισθηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀλισθη τού ὀλισθάνω (πρβλ. ὠλίσθηκα), πιθ. μέσω αμάρτυρου επιθ. *ολισθητός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”