- εὐ-λογο-φανής
εὐ-λογο-φανής, ές, wahrscheinlich erscheinend, Schol. Soph. O. C. 761 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-λογο-φανής, ές, wahrscheinlich erscheinend, Schol. Soph. O. C. 761 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεζοφανής — ές, Α (ιδίως για λόγο) ο όμοιος με τον πεζό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + φανής (< θ. φαν τού φαίνω / φαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ φάν ην), πρβλ. μεγαλο φανής] … Dictionary of Greek
αιρετικοφανής — αἱρετικοφανής, ὲς (Μ) λέγεται για ασαφή λόγο ή διδασκαλία θεολογική, που δίνει την εντύπωση ότι ταυτίζεται με αιρετική πλάνη, ενώ ουσιαστικά παραμένει μέσα στα όρια τής διδασκαλίας τής Εκκλησίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱρετικὸς + φανὴς < ἐφάνην,… … Dictionary of Greek
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek