εὐ-ημερία

εὐ-ημερία

εὐ-ημερία, , 1) ein schöner, heiterer Tag, εὐημερίας οὔσης, an einem heitern Tage, Xen. Hell. 2, 4, 2; γενομένης Arist. H. A. 6, 15; auch εὐημερίαι, heiteres Wetter. – 2) guter, glücklicher Tag, glücklicher Erfolg, Pind. I. 1, 40; Eur. El. 197; Arist. Eth. 1, 8, 17; Pol. 3, 6; Sp.; geradezu Sieg, Pol. 7, 9, 10; ἡ ἐν τοῖς ϑεάτροις, glücklicher Erfolg eines Stückes, Ath. XIV, 631 f; εὐαμερίαι ἐμπορικαί, Glück im Handel, Hippodam. Stob. fl. 43, 94; εὐημερίας ἡμέρα, ein Glückstag, Alciphr. 1, 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημερία — ἡμερία, δωρ. τ. ἁμερία, ἡ (Α) η Ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. του επιθ. ημέρ ιος (< ημέρα)] …   Dictionary of Greek

  • ἡμερίας — ἡμερίᾱς , ἡμερία fem acc pl ἡμερίᾱς , ἡμερία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερίαν — ἡμερίᾱν , ἡμερία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεριῶν — ἡμερία fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερίη — ἡμερία fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερίην — ἡμερία fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερίης — ἡμερία fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμέρι' — ἡμέρια , ἡμέριος lasting but a day neut nom/voc/acc pl ἡμέριε , ἡμέριος lasting but a day masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμημερίαι — θερμημερίαι, αἱ (Α) οι θερμές μέρες, η περίοδος τού καλοκαιρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + ημερία (< ήμερος < ημέρα), πρβλ. εφ ημερία, ισ ημερία] …   Dictionary of Greek

  • πανημερία — η ναυτ. εκτέλεση εικοσιτετράωρης υπηρεσίας σε πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ημερία (< ήμερος < ημέρα), πρβλ. ισ ημερία. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”