- εὐ-λαμπής
εὐ-λαμπής, ές, = Folgdm, Max. Tyr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-λαμπής, ές, = Folgdm, Max. Tyr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Λάμπης, δήμος — Νέος δήμος (6.133 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίας Γαλήνης, Ακουμίων, Αρδάκτου, Δριμίσκου, Καρινών, Κεντροχωρίου, Κεραμέ, Κισσού, Κρύας Βρύσης, Λαμπινής, Μελάμπων,… … Dictionary of Greek
Λάμπης, Συβρίτου και Σφακίων, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα το Σπήλι του νομού Ρεθύμνης. Υπάγεται στην ημιαυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία της Κρήτης με εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Περιλαμβάνει 77 ενοριακούς ναούς, στους οποίους υπηρετούν 89 κληρικοί. Για την… … Dictionary of Greek
λάμπης — λάμπη torch fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάμπῃς — λάμπη torch fem dat pl (epic) λάμπω give light pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλαμπής — εὐλαμπής, ές και μτγν. τ. εὔλαμπρος, ον (Α) 1. πολύ λαμπρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐλαμπές η λαμπρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. περι λαμπής, υπο λαμπής] … Dictionary of Greek
θεολαμπής — θεολαμπής, ές (Α) αυτός που εκπέμπει θεία λάμψη («θεολαμπεῖς ἀρεταί», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πυρι λαμπής, υπο λαμπής] … Dictionary of Greek
ισολαμπής — ἰσολαμπής, ές (Α) ίσος κατά τη λάμψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. νεο λαμπής, ολο λαμπής] … Dictionary of Greek
καλλιλαμπής — καλλιλαμπής, ές (Μ) λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. ανισο λαμπής, νυκτι λαμπής) … Dictionary of Greek
κοσμολαμπής — ές (Μ) αυτός που φωτίζει τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πυρι λαμπής, φωτο λαμπής] … Dictionary of Greek
λιθολαμπής — λιθολαμπής, ές (Μ) αυτός που λάμπει από τις πολύτιμες πέτρες τις οποίες έχει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. περι λαμπής, υπο λαμπής] … Dictionary of Greek
σαρκολαμπής — ές, Μ αυτός που προσδίδει λάμψη στην σάρκα («σαρκολαμπὴς μόρφωσις κυρίου», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πυρι λαμπής, φωτο λαμπής] … Dictionary of Greek