εὐ-ηκοΐα

εὐ-ηκοΐα

εὐ-ηκοΐα, , das gute Gehör, der Gehorsam, D. Sic. 17, 55 u. a. Sp.; auch von den Göttern, das willige Erhören des Gebetes.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακήκοια — κακήκοια, ἡ (Α) το να ακούει κάποιος προσεκτικά κακολογίες ή συκοφαντίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί *κακηκοΐα (< κακ(ο) * + ηκοΐα (< ηκοος < ἀκούω), πρβλ. αμβλυ ηκοΐα, βαρυ ηκοΐα] …   Dictionary of Greek

  • υπερηκοΐα — η, Ν υπέρμετρη οξύτητα τής ακοής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + ηκοΐα (< ήκοος < ακοή), πρβλ. βαρ ηκοΐα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”