- εὐ-θεσία
εὐ-θεσία, ἡ, der gute Zustand, Hippocr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-θεσία, ἡ, der gute Zustand, Hippocr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεντροθεσία — κεντροθεσία, ἡ (Α) αστρολ. η πλασματική τοποθέτηση τών ουράνιων σωμάτων κατά τα τέσσερα σημεία τού ορίζοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + θεσία (< θέτης < τίθημι), πρβλ. ελαιο θεσία, λογο θεσία)] … Dictionary of Greek
λιθοθεσία — λιθοθεσία, ἡ (Α) τοποθέτηση λίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + θεσία (< θέτης < τίθημι), πρβλ. αθλο θεσία, ορο θεσία) … Dictionary of Greek
μελοθεσία — μελοθεσία, ἡ (Α) 1. η θέση τών μελών τού ανθρώπου σε σχέση με τα ζώδια και τους αστέρες 2. (για την οικουμένη) η θέση τών μερών της στην αρχή τών πραγμάτων 3. η σωματική ανάπτυξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + θεσία (< θέτης), πρβλ. αστρο θεσία, χωρο… … Dictionary of Greek
μοιροθεσία — μοιροθεσία, ἡ (Α) προσδιορισμός τών γεωγραφικών μοιρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + θεσία (< θέτης < τίθημι), πρβλ. νομο θεσία, υιο θεσία] … Dictionary of Greek
ομοθεσία — η η ομοιοθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + θεσία (< θετος < τίθημι), πρβλ. ομοιο θεσία] … Dictionary of Greek
ουρανοθεσία — οὐρανοθεσία, ἡ (Α) χάρτης στον οποίο εικονίζεται η θέση τών αστέρων στον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + θεσία (< θέτης < τίθημι), πρβλ. ορο θεσία] … Dictionary of Greek
πολυθεσία — η, Ν η κατοχή περισσότερων τής μιας έμμισθων κυρίως θέσεων απασχόλησης στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θεσία (< θέτης < τίθημι), πρβλ. νομο θεσία] … Dictionary of Greek
σφαιροθεσία — ἡ, Α θέση στην ουράνια σφαίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + θεσία (< θέτης < τίθημι), πρβλ. ὁριο θεσία] … Dictionary of Greek
χωροθεσία — ἡ, Μ η θέση μιας χώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + θεσία (< θέτης < τίθημι), πρβλ. ορο θεσία] … Dictionary of Greek
ωοθεσία — ἡ, Α διακόσμηση με ωοειδή σχήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + θεσία (< θέτης < τίθημι), πρβλ. ὁρο θεσία] … Dictionary of Greek
αδελφοθεσία — η η αδελφοποιία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + θεσία < θέτω] … Dictionary of Greek