εὐθύ-δικος

εὐθύ-δικος

εὐθύ-δικος, gerad, gerecht richtend, gerecht, Aesch. Ag. 739 οἴκων γὰρ εὐϑυδίκων καλλίπαις πότμος ἀεί, auch im fem., εὐϑυδίκαι, richtiger εὐϑύδικαι, von den Eumeniden, Eum. 502; Anacr. ep. 13 (VI, 346).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευθύδικος — η, ο (ΑΜ εὐθύδικος, ον) αυτός που κρίνει σωστά, αυτός που δικάζει δίκαια αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθύδικον η ευθυδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + δικος < δίκη (πρβλ. ά δικος, κατά δικος)] …   Dictionary of Greek

  • ορθόδικος — ὀρθόδικος, ον (Α) αυτός που δικάζει δίκαια, ορθά («ὀρθόδικος Στύξ», Βακχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + δικος (< δίκη), πρβλ. ευθύ δικος] …   Dictionary of Greek

  • πάνδικος — ον, Α δίκαιος ως προς όλα, πάρα πολύ δίκαιος (α. «πάνδικον σέβας», Αισχύλ. β. «πανδίκῳ φρενί», Σοφ.). επίρρ... πανδίκως με πάνδικο τρόπο, με όλο το δίκαιο, δικαιότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δικος (< δίκη), πρβλ. ευθύ δικος] …   Dictionary of Greek

  • κακοδικία — Πρόκληση ζημίας από δικαστικούς λειτουργούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους λόγω δόλου, βαριάς αμέλειας ή αρνησιδικίας. Σχετικά προβλέπεται από το άρθρο 99 του Συντάγματος το ειδικό δικαστήριο αγωγών κ. Το δικαστήριο συγκροτείται από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”