- εὐθύ-γλωσσος
εὐθύ-γλωσσος, geradzüngig, ἀνήρ Pind. P. 2, 86, gerade herausredend, wahrhaft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐθύ-γλωσσος, geradzüngig, ἀνήρ Pind. P. 2, 86, gerade herausredend, wahrhaft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek