- πυρι-φλέγων
πυρι-φλέγων, ὁ, = Vorigem, λέων, Eur. Bacch. 1015.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρι-φλέγων, ὁ, = Vorigem, λέων, Eur. Bacch. 1015.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυριφλέγων — οντος, ὁ, Α αυτός που αναδίδει πύρινες φλόγες, πυριφλεγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φλέγων, μτχ. τού τ. φλέγω] … Dictionary of Greek