- εὐθύ-φρων
εὐθύ-φρων, ον, geradsinnig, = εὔφρων, Aesch. Eum. 987. 992.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐθύ-φρων, ον, geradsinnig, = εὔφρων, Aesch. Eum. 987. 992.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευθύφρων — εὐθύφρων, ον (ΑΜ) ο ειλικρινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + φρων < θ. φρεν τού φρην, γεν. φρεν ός (πρβλ. εύ φρων, παρά φρων)] … Dictionary of Greek
κραταιόφρων — κραταιόφρων, ον (AM) βλοσυρός, αγριωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραταιός + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ευθύ φρων, υψηλό φρων] … Dictionary of Greek