- εὐθύ-τομος
εὐθύ-τομος, gerade geschnitten, gerade, ὁδός, Pind. P. 5, 84.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐθύ-τομος, gerade geschnitten, gerade, ὁδός, Pind. P. 5, 84.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίτομος — η, ο (AM ἡμίτομος, ον) νεοελλ. (για βιβλία) ο μισός τόμος από μια σειρά τόμων ενός συγγράμματος ή και τμήμα μόνο ενός τόμου αρχ. 1. (για τη σελήνη) ημισέληνος, μηνοειδής 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡμίτομος είδος επιδέσμου, αλλ. ημιρρόμβιον* 3. το αρσ.… … Dictionary of Greek
ευθύτομος — εὐθύτομος, ον (ΑΜ) 1. ο κομμένος ίσια 2. ομαλός, επίπεδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + τομος < τέμνω] … Dictionary of Greek