- εὐθύ-τρητος
εὐθύ-τρητος, gerade gebohrt, Rufus.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐθύ-τρητος, gerade gebohrt, Rufus.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευθύτρητος — εὐθύτρητος, ον (Α) (για οστά) αυτός που έχει ευθύ τρήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + τρητός < τετραίνω (πρβλ. ά τρητος, διά τρητος)] … Dictionary of Greek