- εὐθύ-πλοια
εὐθύ-πλοια, ἡ, das Geradeausfahren zu Schiffe, Strab. III p. 151 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐθύ-πλοια, ἡ, das Geradeausfahren zu Schiffe, Strab. III p. 151 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονόπλοια — μονόπλοια, ἡ (Μ) το ταξίδι που κάνει κάποιος μόνος, μοναχικό ταξίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πλοία (< πλους < πλοῦς), πρβλ. ευθύ πλοια] … Dictionary of Greek
τριήρης — Πολεμικό πλοίο των αρχαίων Ελλήνων. Είχε 3 υπερκείμενες σειρές κουπιά και επίσης 2 ιστία και 2 πανιά και κύριο όπλο της ήταν το έμβολο, κάτω από την πλώρη. Η πρώτη τ. φαίνεται πως κατασκευάστηκε στην Κόρινθο κατά το τέλος του 8ου αι. π.Χ. και από … Dictionary of Greek