- εὐ-ηφενής
εὐ-ηφενής, ές (ἄφενος), sehr reich, V, l. Il. 93, 81, für εὐηγενής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-ηφενής, ές (ἄφενος), sehr reich, V, l. Il. 93, 81, für εὐηγενής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρυηφενής — ές, Α αυτός που έχει άφθονο, ρέοντα πλούτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF τού ῥέω* + ἄφενος (το) «πλούτος, περιουσία» (πρβλ. εὔ ηφενής)] … Dictionary of Greek