εὐθυ-μάχης, ὁ, in offener Schlacht kämpfend, άνήρ Pind. Ol. 7, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεζομάχης — ὁ, Α αυτός που μάχεται πεζός, ο πεζομάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + μάχης (< μάχη), πρβλ. ευθυ μάχης] … Dictionary of Greek
ταχυμάχης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) ο επιρρεπής σε διαμάχη, σε φιλονικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μάχης (< μάχη), πρβλ. εὐθυ μάχης] … Dictionary of Greek