- εὐθυ-δίκης
εὐθυ-δίκης, ὁ, ἡ, nur wegen εὐϑυδίκαι angenommen, s. εὐϑύδικος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐθυ-δίκης, ὁ, ἡ, nur wegen εὐϑυδίκαι angenommen, s. εὐϑύδικος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετεροδικία — Όρος της δικονομίας, που περιλαμβάνει όλες εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα ελληνικά δικαστήρια, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες της αστικής και ποινικής δικαιοδοσίας, ενώ θα έπρεπε να είναι αρμόδια να εκδικάσουν αξιόποινες κατά τον… … Dictionary of Greek