- πυρευτική
πυρευτική, ἡ, sc. τέχνη oder ϑήρα, die Nachtfischerei beim Fackellicht, Plat. Soph. 220 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρευτική, ἡ, sc. τέχνη oder ϑήρα, die Nachtfischerei beim Fackellicht, Plat. Soph. 220 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρευτικός — ή, όν, Α [πυρεύω] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο ψάρεμα με πυρσούς, στο πυροφάνι 2. ο κατάλληλος για καύση 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πυρευτική νυχτερινό ψάρεμα με πυρσούς, πυροφάνι … Dictionary of Greek