- εὐθυ-φυής
εὐθυ-φυής, ές, geradwüchsig, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐθυ-φυής, ές, geradwüchsig, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευθυφυής — εὐθυφυής, ές (Α) αυτός που φύεται ή βλαστάνει κατευθείαν, χωρίς κλίση ή καμπυλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + φυής (< πιθ. *φύος, το < φύομαι), πρβλ. αυτο φυής, ιδιο φυής] … Dictionary of Greek
ορθοφυής — ές (Α ὀρθοφυής, ές) (για φυτό) αυτός που βλαστάνει κατακόρυφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. ευθυ φυής] … Dictionary of Greek