εὐ-οσμία

εὐ-οσμία

εὐ-οσμία, , Wohlgeruch, Soph. frg. 340; Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οσμία — (osmia). Γένος υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας των μελισσοειδών. Αριθμεί περίπου εξήντα είδη μοναχικών μελισσών, που ζουν σε ολόκληρο τον κόσμο εκτός από την Αυστραλία, και κυρίως στη νότια Ευρώπη. Τα έντομα αυτά κατασκευάζουν τις φωλιές τους …   Dictionary of Greek

  • υποσμία — η, Ν ιατρ. ελάττωση τής οσφρητικής ικανότητας, υποσφρησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οσμία (< οσμή), πρβλ. δυσ οσμία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”