- εὐ-οπλία
εὐ-οπλία, ἡ, gute Bewaffnung, Xen. Hier. 9, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-οπλία, ἡ, gute Bewaffnung, Xen. Hier. 9, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλιοπλία — καλλιοπλία, ἡ (Α) η κατοχή ωραίας πανοπλίας ως επάθλου αγώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + οπλία (< οπλος < ὅπλον), πρβλ. παν οπλία, υπερ οπλία] … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek