- εὐ-ηπελία
εὐ-ηπελία, ἡ, das Wohlbefinden, das Glück, Call. Cer. 136.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-ηπελία, ἡ, das Wohlbefinden, das Glück, Call. Cer. 136.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακηπελία — και επικ. τ. κακηπελίη, ἡ (Α) η κακή κατάσταση υγείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κακήπελος < κακ(ο) * + πέλομαι «είμαι, γίνομαι» (πρβλ. ευ ηπελία). Για το η τού τ. βλ. κακηπελέων] … Dictionary of Greek