εὐ-δῑνης

εὐ-δῑνης

εὐ-δῑνης, = Folgdm, orac. bei Porphyr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Δίνης — Δίνη whirlpool fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίνης — δί̱νης , δίνη whirlpool fem gen sg (attic epic ionic) δινέω whirl imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) δί̱νης , δινεύω whirl imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίνῃς — Δίνη whirlpool fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίνῃς — δί̱νῃς , δίνη whirlpool fem dat pl (epic) δίνω thresh out on the pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευδινής — εὐδινής, ές (Α) ο ευδίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δινής (< δίνη), πρβλ. περι δινής, ταχυ δινής] …   Dictionary of Greek

  • ευρυοδίνης — εὐρυοδίνης, ὁ (Α) (για ποταμό) αυτός που σχηματίζει πλατιές δίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + δινης (< δίνη), πρβλ. βαθυ δίνης, καλλι δίνης. Το ο συνδετικό φωνήεν, αναλογικά προς άλλα σύνθετα τού ευρυ με β συνθετικό που άρχιζε από ο ] …   Dictionary of Greek

  • ηεροδίνης — ἠεροδίνης, εω, ὁ (Α) αυτός που περιφέρεται, που περιδινείται στον αέρα («ἠεροδίνης αἰετός»), Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + δίνης (< δίνη), πρβλ. ευρυ δίνης, πυρι δίνης] …   Dictionary of Greek

  • θεοδινής — θεοδινής, ές, (Α) αυτός που στάλθηκε σαν δίνη από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δινής (< δίνη), πρβλ. αλμυρο δινής ταχυ δινής] …   Dictionary of Greek

  • καλλιδίνης — καλλιδίνης, δωρ. τ. καλλιδίνας, ὁ (Α) αυτός που έχει ωραίες δίνες, ωραίες κυκλικές στροφές τού ρεύματος («Πηνειὸς ὁ καλλιδίνας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + δίνης (< δίνη), πρβλ. ηερο δίνης, πορφυρο δίνης] …   Dictionary of Greek

  • φρενοδινής — ές, ΜΑ μτφ. αυτός που κάνει τον νου να περιστρέφεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + δινής (< δίνη), πρβλ. αἰθερο δινής, ταχυ δινής] …   Dictionary of Greek

  • περιδινής — ές, Α κυκλικός («περιδινέα κύρτον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δίνης (< δίνη), πρβλ. ευ δινής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”