- εὐνέτις
εὐνέτις, ἡ, fem. zum Vorigen, Διός Ap. Rh. 4, 96; Antp. Th. 5 (V, 3); auch Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐνέτις, ἡ, fem. zum Vorigen, Διός Ap. Rh. 4, 96; Antp. Th. 5 (V, 3); auch Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐνέτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνέτι — εὐνέτις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνέτιδας — εὐνέτις fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνέτιδι — εὐνέτις fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνέτιδος — εὐνέτις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνέτιν — εὐνέτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνέτης — εὐνέτης, ὁ, θηλ. εὐνέτις, ιδος (ΑΜ) [ευνή] ευναστήρ*, σύζυγος («ἐστὲ γὰρ οὐ πειθοῡς εὐνέται, ἀλλὰ βίης», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
εύνις — (I) εὖνις, ιδος και ιος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει στερηθεί από κάποιον ή κάτι, που τού λείπει κάποιος, ο έρημος («ὅς μ υἱῶν... εὖνιν ἔθηκε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που δεν έχει παιδιά, ο στερημένος από τέκνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παράλ. τ.… … Dictionary of Greek