εὐ-μάθεια

εὐ-μάθεια

εὐ-μάθεια, , u. εὐμαϑία, ion. εὐμαϑίη, Leichtigkeit im Lernen u. Auffassen, εὐμαϑία κάλλιον ἢ δυςμαϑία Plat. Charm. 159 d, wo es nachher durch ταχέως μανϑάνειν erkl. wird; εὐμαϑία καὶ μνήμη Men. 88 a; Rep. VI, 490 c εὐμάϑεια u. μνήμη; in anderen Stellen schwankt die Lesart; – εὐμαϑίη, Crinag. 4 (VI, 227); Leon. Al. 20 (VI, 325); Apollnds. 22 (IX, 280).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ρωσομάθεια — η, Ν η γνώση τής ρωσικής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ρώσος + μάθεια (< μαθής < μάθος (το), «μάθηση, γνώση»), πρβλ. γαλλο μάθεια] …   Dictionary of Greek

  • αρχαιομάθεια — η 1. η γνώση της αρχαιότητας 2. η γνώση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + μάθεια < μαθής < μανθάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Κ. Κούμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”