- εὐ-βλέφαρος
εὐ-βλέφαρος, mit schönen Augenlidern, Augen, Probl. 16 (XIV, 122).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-βλέφαρος, mit schönen Augenlidern, Augen, Probl. 16 (XIV, 122).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιοβλέφαρος — ἰοβλέφαρος, δωρ. τ. ἰογλέφαρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει βλεφαρίδες με το χρώμα τού ίου («ἰοβλέφαρον τὴν Ἀφροδίτην», Λουκιαν.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἰοβλέφαροι καλλιβλέφαροι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλι βλέφαρος,… … Dictionary of Greek
καλλιβλέφαρος — καλλιβλέφαρος, ον (AM) αυτός που έχει ωραία μάτια αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλλιβλέφαρον (ενν. φάρμακον) χρωστική ουσία που χρησίμευε για τη βαφή τών βλεφάρων και τών βλεφαρίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικο… … Dictionary of Greek
κυανοβλέφαρος — κυανοβλέφαρος, ον (Α) αυτός που έχει σκούρες βλεφαρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικο βλέφαρος, χαριτο βλέφαρος] … Dictionary of Greek
λιποβλέφαρος — λιποβλέφαρος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει βλέφαρα 2. ο αόμματος, ο τυφλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικο βλέφαρος, χαριτο βλέφαρος] … Dictionary of Greek
χαριτοβλέφαρος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει βλέφαρα όμοια με τα βλέφαρα τών Χαρίτων 2. αυτός που έχει ωραίο βλέμμα αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριτοβλέφαρον φυτό που χρησίμευε για την παρασκευή φίλτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ἰο… … Dictionary of Greek
χιονοβλέφαρος — ον, Α αυτός που έχει ολόλευκα βλέφαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ἑλικο βλέφαρος, χαριτο βλέφαρος] … Dictionary of Greek
πολυβλέφαρος — ον, Μ 1. αυτός που έχει μεγάλα βλέφαρα 2. αυτός που έχει πυκνές και μεγάλες βλεφαρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. χαριτο βλέφαρος] … Dictionary of Greek
σοβαροβλέφαρος — ον, Α αυτός τού οποίου τα βλέφαρα είναι υψωμένα, δηλ. υπεφήφανος, πομπώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρός + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλι βλέφαρος] … Dictionary of Greek
στροβιλοβλέφαρος — ον, Α αυτός που ρίχνει γρήγορες ματιές, ο ελικοβλέφαρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < < στρόβιλος + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλι βλέφαρος] … Dictionary of Greek
υπεροφρυοβλέφαρος — ον, Μ υπεροπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπέροφρυς + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. σοβαρο βλέφαρος] … Dictionary of Greek
χαμηλοβλέφαρος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει τα βλέφαρά του στραμμένα προς τα κάτω 2. (κυρίως μτφ.) ντροπαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμηλός + βλέφαρος (< βλέφαρο), πρβλ. χρυσο βλέφαρος] … Dictionary of Greek