εὐ-νοητικῶς

εὐ-νοητικῶς

εὐ-νοητικῶς, wohlwollend, διακεῖσϑαι πρός τινα Stob. ecl. eth. p. 204.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νοητικῶς — νοητικός intellectual adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοητικός — ή, ό (ΑΜ νοητικός, ή, όν) [νοητός] 1. ικανός να νοεί, να συλλαμβάνει με τον νου 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νοητικό(ν) η δύναμη τής διάνοιας, η νόηση νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νόηση («νοητικές λειτουργίες») μσν. το ουδ. ως ουσ. αίνιγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”