- εὐ-αλδής
εὐ-αλδής, ές, 1) gut wachsend, gedeihend, Nic. Al. 543; πόντου φῦκος Ep. ad. 399 (IX, 325). – Adv. εὐαλδέως, Hippocr. – 21 gut nährend, befruchtend, Arat. 217; ἀστραπαῖα Plut. Symp. 4, 2, 1. S. auch εὐαλσής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-αλδής, ές, 1) gut wachsend, gedeihend, Nic. Al. 543; πόντου φῦκος Ep. ad. 399 (IX, 325). – Adv. εὐαλδέως, Hippocr. – 21 gut nährend, befruchtend, Arat. 217; ἀστραπαῖα Plut. Symp. 4, 2, 1. S. auch εὐαλσής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευαλδής — εὐαλδής, ές (Α) 1. αυτός που αυξάνεται γρήγορα 2. αυτός που κάνει κάτι γόνιμο, εύφορο («εὐαλδέστερα ὕδατα», Πλούτ.). επίρρ... ευαλδέως με εύκολη, γρήγορη αύξηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αλδής (< αλδαίνω «αυξάνω»), πρβλ. αν αλδής, νε αλδής] … Dictionary of Greek
πολυαλδής — ές, Α. ο πολύ θρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αλδής (< ἀλδαίνω «τρέφω, αυξάνω»), πρβλ. ευ αλδής, νε αλδής] … Dictionary of Greek
νεαλδής — και νεοαλδής, ές (Α) αυτός που μόλις έχει παραχθεί ή αυτός που πολύ πρόσφατα έχει γεννηθεί, νεογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + αλδής (< ἀλδαίνω «αυξάνω, δυναμώνω»), πρβλ. πολυ αλδής] … Dictionary of Greek
συναλδής — ές, Α αυτός που μεγαλώνει ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αλδής (< ἀλδαίνω «κάνω κάτι να μεγαλώσει, τρέφω»), πρβλ. νε αλδής] … Dictionary of Greek