- εὐ-μηχάνημα
εὐ-μηχάνημα, τό, = simplex, Chrysipp. bei E. M. 701, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-μηχάνημα, τό, = simplex, Chrysipp. bei E. M. 701, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηχάνημα — machine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχάνημα — το (ΑΜ μηχάνημα, Μ και μηχάνημαν) [μηχανώμαι] 1. σύνθετη μηχανή η οποία έχει ειδικό προορισμό 2. μτφ. ευφυής επινόηση, τέχνασμα, κόλπο, δολοπλοκία νεοελλ. φρ. α) «μηχάνημα προβολής» τεχνολ. συσκευή προβολής εικόνων σε οθόνη β) «μηχανήματα έργων»… … Dictionary of Greek
μηχάνημα — το 1. σύνθετη μηχανή για ειδικές εργασίες: Αγροτικά μηχανήματα. 2. μτφ., κόλπο, πονηριά, τέχνασμα: Στήνει μηχανήματα για να αποσπά περισσότερα χρήματα από τους πελάτες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μύλος — Μηχάνημα για το άλεσμα, τον τεμαχισμό και την κονιορτοποίηση στερεών ουσιών. Οι μ. είναι διάφορων ειδών και διάφορων χρήσεων, ανάλογα με τον τύπο του υλικού που πρόκειται να κατεργαστούν· χρησιμοποιούνται για το άλεσμα ορυκτών ή τη θραύση των… … Dictionary of Greek
εκσκαφέας — Μηχάνημα που χρησιμοποιείται γενικά για την εκσκαφή σκληρών ή θρυμματισμένων βράχων και για την εύκολη και γρήγορη απομάκρυνση των υλικών που προκύπτουν από την εκσκαφή. Όταν η εκσκαφή γίνεται στον βυθό της θάλασσας, το μηχάνημα ονομάζεται… … Dictionary of Greek
αναπίεσμα — Μηχάνημα στο αρχαίο ελληνικό θέατρο με το οποίο ανέβαιναν από τα υποσκήνια στη σκηνή οι ηθοποιοί που παρίσταναν ζωντανά πρόσωπα, ανάλογο με τους σημερινούς καθέκτες (τραμπουκέτα).Ιδιαίτερα το χρησιμοποιούσαν οι ηθοποιοί που υποδύονταν… … Dictionary of Greek
ανεμιστήρας — Μηχάνημα που χρησιμεύει για την ανανέωση του αέρα σε κλειστούς χώρους ή για τη δημιουργία ρεύματος αέρα (εξαερισμός κτιρίων και ορυχείων, τροφοδοσία με αέρα και απομάκρυνση των αερίων καύσης από λέβητες και κάμινους, ψύξη τμημάτων μηχανών, ψύξη… … Dictionary of Greek
κράδη — Μηχάνημα που χρησιμοποιούσαν στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, πιθανότατα στις τραγωδίες, για την ανύψωση των ηθοποιών που υποδύονταν τους θεούς. * * * κράδη, ἡ (Α) 1. το ανώτατο άκρο τού κλαδιού, το κλωνάρι, το βλαστάρι («τέττιγες... ἐπὶ τῶν κραδῶν… … Dictionary of Greek
πολύγραφος — Μηχάνημα που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα για την εκτύπωση επιστολών, εγκυκλίων κλπ. σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Το κείμενο γράφεται στη γραφομηχανή, χωρίς ταινία, πάνω σε μια μεμβράνη από λεπτότατο χαρτί, εμποτισμένη με ένα μείγμα… … Dictionary of Greek
μηχάνημ' — μηχάνημα , μηχάνημα machine neut nom/voc/acc sg μηχάνημαι , μηχανάομαι make by art pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γκιλοτίνα — Μηχάνημα αποκεφαλισμού. Υιοθετήθηκε επίσημα στα τέλη του 18ου αι., κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης. Εφευρέτης της ήταν ο Γάλλος γιατρός Γκιγιοτέν. Βλ. λ. Γκιγιοτέν, Ζοζέφ Ιγκνάς. Ο αποκεφαλισμός του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ στην γκιλοτίνα, σε… … Dictionary of Greek