- εὐ-ανά-ληπτος
εὐ-ανά-ληπτος, leicht aufzunehmen, wiederzuerhalten, Strab. 1, 2, 16 u. Sp. Bei Stob. ecl. eth. 1 p. 220 akt., τινός, leicht Etwas aufnehmend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-ανά-ληπτος, leicht aufzunehmen, wiederzuerhalten, Strab. 1, 2, 16 u. Sp. Bei Stob. ecl. eth. 1 p. 220 akt., τινός, leicht Etwas aufnehmend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευανάληπτος — εὐανάληπτος, ον (ΑΜ) μσν. αυτός που λαμβάνει, δέχεται κάτι εύκολα, αυτός που είναι ικανός για κάτι, ο επιδεκτικός αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανασύρει εύκολα 2. ιατρ. α) αυτός που επανορθώνεται εύκολα β) (για μέλος τού σώματος που… … Dictionary of Greek
επαναληπτικός — ή, ό 1. αυτός που επαναλαμβάνεται, που γίνεται για δεύτερη ή πολλοστή φορά («επαναληπτικές εκλογές») 2. αυτός που εκτελεί κάτι κατ επανάληψη («επαναληπτικό όπλο») 3. «επαναληπτική αντωνυμία» η αντωνυμία αὐτός, ή, ό, η οποία δηλώνει ουσιαστικό που … Dictionary of Greek