- πυρι-σφρήγιστος
πυρι-σφρήγιστος, mit Feuer besiegelt, πέζα ἐρίπνης, Nonu. D. 13, 370. 29, 315.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρι-σφρήγιστος, mit Feuer besiegelt, πέζα ἐρίπνης, Nonu. D. 13, 370. 29, 315.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρισφρήγιστος — ον, Α ιων. τ. σφραγισμένος με φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σφρήγιστος, ιων. τ. αντί σφράγιστος (< σφραγιστός < σφραγίζω < σφρᾱγίς / σφρηγίς)] … Dictionary of Greek