- εὐ-δοκητός
εὐ-δοκητός, was gut geschienen, angenehm, D. L. 2, 87.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-δοκητός, was gut geschienen, angenehm, D. L. 2, 87.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπροσδόκητος — εὐπροσδόκητος, ον (ΑΜ) αυτός που προσδοκάται ευχάριστα, που αναμένεται ευχάριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ δοκώ (πρβλ. α προσ δόκητος)] … Dictionary of Greek