- εὐ-δαιμόνισμα
εὐ-δαιμόνισμα, τό, das als ein Glück Geschätzte, Plat. Ep. VIII, 354 c; das Glücklichpreisen, App. Civ. 4, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-δαιμόνισμα, τό, das als ein Glück Geschätzte, Plat. Ep. VIII, 354 c; das Glücklichpreisen, App. Civ. 4, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαιμόνισμα — το το πείραγμα, η εξόργιση: Δεν άντεξε στο δαιμόνισμα και του επιτέθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαιμόνισμα — το [δαιμονίζω] 1. το να δαιμονίζει κανείς κάποιον 2. το να είναι κάποιος δαιμονισμένος 3. το συνεχές, ενοχλητικό πείραγμα … Dictionary of Greek
εξαγρίωση — η 1. η μεταβολή από την ήμερη κατάσταση στην άγρια, αποθηρίωση. 2. μτφ., εξοργισμός, εξόργιση, το δαιμόνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)