- εὐ-διά-βλητος
εὐ-διά-βλητος, = Folgdm, Plut. λόγος, Sext. Emp. adv. geom. 60.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-διά-βλητος, = Folgdm, Plut. λόγος, Sext. Emp. adv. geom. 60.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευδιάβλητος — η, ο (ΑΜ εὐδιάβλητος, ον) αυτός ο οποίος παρέχει αφορμές να διαβληθεί εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δια βλητός (< δια βάλλω)] … Dictionary of Greek
διόβλητος — διόβλητος, ον και διοβλής, ( ῆτος), ο, η (AM) ο χτυπημένος από τον Δία, κεραυνόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διο * + βλητος < βάλλω] … Dictionary of Greek