εὐ-δι-άρπαστος

εὐ-δι-άρπαστος

εὐ-δι-άρπαστος, leicht zu berauben, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἁρπαστόν — ἁρπαστός carried away masc acc sg ἁρπαστός carried away neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπαστῶς — ἁρπαστός carried away adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυχάρπαστος — η, ο, Ν (για πρόσ.) αυτός που αναδείχθηκε από την τύχη και τις περιστάσεις και όχι με τις ικανότητές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύχη + αρπάζω (πρβλ. ανεμ άρπαστος). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ἁρπασταί — ἁρπαστής carried away masc nom/voc pl ἁρπαστός carried away fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπαστοῦ — ἁρπαστής carried away masc gen sg ἁρπαστός carried away masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”