- εὐ-δια-κόσμητος
εὐ-δια-κόσμητος, gut, leicht zu ordnen, Pol. 8, 36, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-δια-κόσμητος, gut, leicht zu ordnen, Pol. 8, 36, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοκόσμητος — θεοκόσμητος, ον (Μ) ο προικισμένος από τον θεό, ο ευλογημένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κόσμητος (< κοσμώ), πρβλ. α δια κόσμητος, ευ κό σμητος] … Dictionary of Greek