- πυρι-πνέω
πυρι-πνέω, Feuer schnauben, Eur. Ion 203.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρι-πνέω, Feuer schnauben, Eur. Ion 203.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζεφυρόπνευστος — ζεφυρόπνευστος, η, ον (Μ) (για μουσικό όργανο) αυτός που αποδίδει ελαφρούς, ευχάριστους ήχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + πνευστός (< πνέω), πρβλ. θεό πνευστος, πυρί πνευστος] … Dictionary of Greek
ηδύπνευστος — ἡδύπνευστος, ον (Α) ηδύπνους*, αυτός που πνέει γλυκά, ο γλυκόπνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + πνευστος (< πνέω), πρβλ. ά πνευστος, πυρί πνευστος] … Dictionary of Greek
ιερόπνευστος — ἱερόπνευστος, ον (Μ) θεόπνευστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)* + πνευστός (< πνέω), πρβλ. ηδύ πνευστος, πυρί πνευστος) … Dictionary of Greek
πυρίπνευστος — ον, ΜΑ 1. πυρίπνους* 2. αυτός που αναδίδει ατμούς ως αποτέλεσμα τής φωτιάς που καίει από κάτω ή μέσα του («πυρίπνευστοι λέβητες», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + πνευστος (< πνέω), πρβλ. θεό πνευστος, νεό πνευστος] … Dictionary of Greek
πυρίπνους — ουν, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. πυρίπνοος, οον, Α αυτός που εκβάλλει φωτιά, φλογοβόλος («πυρίπνοα τόξα» τα τόξα τού Έρωτα, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + πνους / πνοος (< πνοή < πνέω), πρβλ. θεό πνους, ιμερό πνους] … Dictionary of Greek
πυριπνέων — και επικ. τ. πυριπνείων, ουσα, ον, Α πυρίπνους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + πνέων, μτχ. τού ρ. πνέω] … Dictionary of Greek