εὐ-δια-φόρητος

εὐ-δια-φόρητος

εὐ-δια-φόρητος, gut, leicht zu verdauen od. durch Schweiß, Ausdünstung u. dgl. auszuführen, οἶνος Diosc. bei Ath. I, 10 c u. A. – Akt. leicht verdauend, leicht schwitzend, Galen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταφορητικός — ή, ό (Α καταφορητικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καταφόρηση αρχ. αυτός που εξαντλεί, που καταστρέφει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φορητικός (< φορητός < φορῶ), πρβλ. δια φορητικός, περι φορητικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”